- παππούλης
- και παππούλης, ο [παππούς](υποκορ. τού παππούς)1. (με θωπευτική σημ.) αγαπημένος παππούς2. γέρος, γεροντάκος3. γέροντας ιερέας4. στον πληθ. οι παππούληδες και παππούληδεςοι πρόγονοι, οι προγενέστεροι, οι παλαιοί.
Dictionary of Greek. 2013.